«Προτιμώ τον Ίψεν, φυσικά…» σχολίασε ο φίλος τις προάλλες, όταν ζήτησα τη γνώμη του για τη σύγχρονη νορβηγική τέχνη (το σινεμά, τη λογοτεχνία της κ.λ.π.). Απόλυτος, οπωσδήποτε, αλλά…
Αλλά, μιλώντας ας πούμε για τα νορβηγικά γράμματα, αν θυμηθούν οι υποψιασμένοι αναγνώστες πόσο «καταναλωτικός» ήταν ο Στιγκ Λάρσον, που με τα ευπώλητα αστυνομικά του βιβλία πρόβαλε τη Νορβηγία στο ανειδοποίητο κοινό κατά το πρόσφατο παρελθόν, τότε ίσως ξανασκεφτούν την άποψη του φίλου.
Ο οποίος, βέβαια, από την πλευρά του παρακάμπτει τη «σοβαρή» λογοτεχνία της Νορβηγίας, με τις πολύ αξιόλογες προτάσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Στο ΔΕΝΤΡΟ, πριν από είκοσι και πλέον χρόνια, είχαμε κάνει ένα αφιέρωμα στη νορβηγική λογοτεχνία, στο οποίο φιλοξενήθηκαν σημαντικά ονόματα ποιητών και πεζογράφων, που δεν είχαν καμιά σχέση με Λάρσον ή Νέσμπο…
Όταν συνεργαζόμουν με τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω νορβηγούς συγγραφείς πολύ αξιόλογους, άγνωστους στο ευρύ κοινό.
Τώρα, δυστυχώς, τα νορβηγικά γράμματα συστήνονται στην παγκόσμια «ανοιχτή» αγορά μέσω ονομάτων τύπου Λάρσον και Νέσμπο, τους οποίους, για να διευκρινίσω, δεν τους εκτιμώ, όχι γιατί γράφουν αστυνομικά, αλλά επειδή δεν βρίσκονται στο ύψος της γραφής παλιότερων ή σύγχρονών τους ομολόγων.
Με μια επίφαση κοινωνικής κριτικής και άπειρες δραματουργικές ευκολίες, οι συγγραφείς αυτοί προσπαθούν να εντυπωσιάσουν το μαζικό κοινό, απέχοντας πολύ από τις κατακτήσεις ενός Ελρόι, ενός Ιζό ή ενός Μονταλμπάν.
Ο Τζο Νέσμπο, ο οποίος επισκέφθηκε πριν από λίγο καιρό και την Ελλάδα, δεν έχει κάτι πρωτότυπο να πει στη συνέντευξη που ακολουθεί και την αναρτώ γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο… Επειδή αποδεικνύεται και εν προκειμένω κατώτερος των περιστάσεων…
Τ.Γ.