Πώς παντρεύεται κανείς και πώς πεθαίνει είναι ο τίτλος μιας έκδοσης που περιλαμβάνει ελάχιστα γνωστές νουβέλες του μεγάλου γάλλου νατουραλιστή, τις οποίες είχε γράψει αρχικά για το ρωσικό μηνιαίο περιοδικό Le Messager d’Europe, με το οποίο είχε συνεργαστεί ο Ζολά μεταξύ του 1875 και του 1877 χάρις στο ενδιαφέρον του διάσημου συναδέλφου του, Ιβάν Τουργκένιεφ.
Μαθήματα έρωτα, διαστροφών και οδηγίες χρήσης αισθημάτων ενός δεξιοτεχνικού Εμίλ Ζολά, σε κείμενα τα οποία έγραψε πριν από 140 τόσα χρόνια, αλλά μοιάζουν σαν να σχολιάζουν τα σημερινά ήθη.
Βασική μέριμνα της γραφής των ιστοριών ήταν ο στοχασμός πάνω στη γαλλική κοινωνία εκείνης της εποχής, η αναφορά σε αλλαγές και νέες συνήθειες. Άρα δεν μπορούσε να λείψει μια ανελέητη ανάλυση του έρωτα στην αυγή της τεχνολογίας. Στα κομμάτια που ακολουθούν, το συναίσθημα δίνει τη θέση του στον υπολογισμό. Παντρευόμαστε από συμφέρον ή από φόβο μήπως μείνουμε μόνοι; Οι νέοι θέλουν να μειώσουν τα έξοδα στα μισά, οι αριστοκράτες και οι επαγγελματίες ψάχνουν για μια γυναίκα που να δίνει λάμψη στο σπίτι τους και να είναι ευπαρουσίαστη στην κοινωνία. Και εκείνη τους ευχαριστεί παρότι αργότερα βρίσκει εραστές. «Αντιστρέφεται η λογική του ρομαντικού έρωτα, του πολύ αφηρημένου και όχι συνδεδεμένου με την υλική ζωή» λέει ο καθηγητής Πιερλουίτζι Πελίνι, μελετητής του Ζολά. «Το γεγονός είναι ότι ζούσε σε μια εποχή όπου η βιομηχανική επανάσταση και ο εκσυγχρονισμός των ηθών είχαν ποσοστώσει την ύπαρξη με βάση ακριβείς ρυθμούς, και μετατρέψει τη ζωή σε ένα μηχανισμό». Άρα ακόμα και ο έρωτας έπρεπε να λειτουργεί σαν μηχανισμός. «Όμως, οι μηχανισμοί» προσθέτει ο Πελίνι «σε όλα τα βιβλία του Ζολά λειτουργούν στην εντέλεια παρότι στο τέλος απορυθμίζονται». Έτσι συμβαίνει και με τις σχέσεις. Αυτές οι νουβέλες γράφτηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα;
Φραντσέσκο Μποργκονόβο
Τον 17ο αιώνα ο έρωτας, στη Γαλλία, ήταν ένας κύριος με φτερά, ντυμένος υπέροχα, ο οποίος έμπαινε στα σαλόνια συνοδευόμενος από σοβαρή μουσική. Υπάκουε σε ένα άκρως πολύπλοκο εθιμοτυπικό και δεν τολμούσε να κάνει ούτε ένα βήμα εάν αυτό δεν είχε προσυμφωνηθεί. Από την άλλη, παρέμενε απόλυτα ευγενής, με ζυγισμένη τρυφερότητα και τίμια χαρά.
Τον 18ο αιώνα ο έρωτας είναι ένα δύσκολο άτομο που μετατρέπεται σε χυδαίο. Του αρέσει πώς γελάει, τον ευχαριστεί να αγαπάει και να διασκεδάζει γευματίζοντας με μια ξανθιά, δειπνώντας με μία μελαχρινή, θεωρώντας τις γυναίκες γενναιόδωρες θεές των οποίων τα ανοιχτά χέρια σκορπάνε ευχαρίστηση σε όλους τους πιστούς τους. Μια ανάσα ηδονής περνάει πάνω από όλη την κοινωνία, καθοδηγεί το χορό των ποιμενίδων και των νυμφών, τα ντεκολτέ τρέμουν κάτω από τις δαντέλες: λατρευτή εποχή όπου η σάρκα βασίλευε, και η μεγάλη ηδονή της οποίας η μακρινή πνοή φτάνει έως εμάς ακόμα χλιαρή, με τη μυρωδιά των λυμένων μαλλιών.
Τον 19ο αιώνα ο έρωτας είναι ένας καθωσπρέπει νεαρός, σωστός σαν συμβολαιογράφος, κρατικοδίαιτος. Συνεργάζεται με άλλους ή πουλάει κάτι στο βάθος ενός μαγαζιού. Η πολιτική τον συνεπαίρνει, οι δουλειές τον απασχολούν όλη μέρα, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα. Όσο για τις νύχτες, τις αφιερώνει στο πρακτικό του βίτσιο, σε μια ερωμένη την οποία πληρώνει ή σε μια νόμιμη σύζυγο που τον πληρώνει.
Έτσι λοιπόν, ο ηρωικός έρωτας του 17ου αιώνα και ο αισθησιακός του 18ου, κατέληξαν στον επιδιορθωμένο, σαν συμβόλαιο χρηματιστηρίου, υλικό έρωτα. Άκουσα πρόσφατα έναν βιομήχανο να παραπονιέται γιατί δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί μια μηχανή που να φτιάχνει παιδιά. Υπάρχουν μηχανές που καθαρίζουν το σιτάρι, που υφαίνουν, αντικαθιστούν τους ανθρώπινους μυς με γρανάζια για όλες τις δουλειές. Την ημέρα όπου μια μηχανή θα κάνει έρωτα στη θέση των υπεραπασχολουμένων του αιώνα, όσων αφιερώνουν το χρόνο τους στη σύγχρονη δραστηριότητα, αυτή θα τους εξοικονομήσει χρόνο, θα τους κάνει πιο δριμείς, πιο αρρενωπούς στη μάχη της ζωής. Μετά το υπέροχο χτύπημα της Επανάστασης, οι άνδρες, στη Γαλλία, δεν έχουν ακόμα ξαναβρεί το χρόνο να σκεφτούν τις γυναίκες. Υπό τον Ναπολέοντα τον Α΄το κανόνι εμπόδιζε τους εραστές να ακούνε ο ένας τον άλλον. Κατά τη διάρκεια της Παλινόρθωσης και της βασιλείας του Ιουλίου, μια τρομακτική επιθυμία πλουτισμού κυριάρχησε στην κοινωνία. Τέλος, η βασιλεία του Ναπολέοντα του Γ’ αύξησε ακόμα περισσότερο τις ορέξεις για χρήμα χωρίς να φέρει ούτε ένα βίτσιο ή μια νέα διαστροφή.
Υπάρχει και μία άλλη αιτία, η επιστήμη, ο ατμός, ο ηλεκτρισμός όλες οι εφευρέσεις αυτών των τελευταίων πενήντα ετών. Πρέπει να δούμε το σύγχρονο άνδρα, με τις πολλαπλές εξωτερικές ασχολίες του, τον καταπονημένο από την ανάγκη να διατηρήσει τα πλούτη του και να τα αυξήσει, με το μυαλό να απασχολείται από όλο και νέα προβλήματα, με το σώμα ναρκωμένο από την καθημερινή μάχη, έχοντας γίνει και αυτό ένα απλό γρανάζι της τεράστιας κοινωνικής μηχανής που δουλεύει συνεχώς. Έχει ερωμένες, όπως έχει κανείς άλογα, για να ασκείται. Εάν παντρευτεί αυτό το κάνει γιατί ο γάμος εντάσσεται στα ενδιαφέροντά του για δράση όπως άλλες δραστηριότητές του και εάν έχει παιδιά αυτό συμβαίνει γιατί το θέλησε η γυναίκα του.
***
Ο Ζιλ Μπογκράν είναι ο γιός του διάσημου κυρίου Μπογκράν του δικηγόρου, του γνωστού ρήτορα των πολιτικών μας συγκεντρώσεων. Ο Αντουάν Μπογκράν ο παππούς του, ήταν ένας φιλήσυχος αστός από την Ανζέρ, προερχόμενος από μια οικογένεια συμβολαιογράφων πολύ σεβαστή στην επαρχία. Όμως αυτόν δεν τον ενδιέφερε η δικηγορική καριέρα και ξόδευε απλώς τα εισοδήματα του. Ο μεγαλύτερος του γιός όμως, ο περίφημος Μπογκράν, πολύ ενεργητικός και πολύ φιλόδοξος, έγινε πλούσιος. Όσο για τον Ζιλ Μπογκράν, έχει τις μεγάλες φιλοδοξίες του πατέρα του, τη ματαιοδοξία του εύπορου και τις ανάγκες της πριγκιπικής πολυτέλειας. Δυστυχώς, έχει μόλις κλείσει τα τριάντα και αρχίζει να αισθάνεται μια μετριότητα. Αρχικά είχε ονειρευτεί να γίνει βουλευτής, να απολαύσει τις επιτυχίες του αγορεύειν, να γίνει υπουργός. Όμως κατά τη διάρκεια των ρητορικών ασκήσεων των νεαρών δικηγόρων όπου είχε διαπρέψει στην ευφράδεια, αποκαλύφθηκε ένα ανυπόφορο ψέλλισμα, μια έλλειψη ιδεών και λόγου τα οποία του έκλειναν απολύτως το δρόμο προς τους πολιτικούς θριάμβους. Στη συνέχεια δίστασε λιγάκι, σκεπτόμενος ότι θα μπορούσε να κάνει καριέρα στον βιομηχανικό κλάδο.
Οι σπουδές για ειδικότητα τον τρόμαξαν. Και τελικά αποφάσισε απλά να ανοίξει ένα δικηγορικό γραφείο. Ο πατέρας του ο οποίος ανησυχούσε πολύ για αυτόν, του αγόρασε σε υψηλή τιμή ένα από τα καλύτερα δικηγορικά γραφεία, όπου ο τελευταίος ιδιοκτήτης είχε κερδίσει δύο εκατομμύρια. Εδώ και έξι μήνες λοιπόν ο Ζιλ είναι δικηγόρος. Το γραφείο βρίσκεται σε ένα σκοτεινό χώρο στην οδό Σεντ Αν. Εκείνος όμως ζει σε μια πολυκατοικία της οδού Άμστερνταμ, περνάει τα βράδια του κοινωνικά, συλλέγει πίνακες, παρουσιάζεται ως δικηγόρος όσο το δυνατόν λιγότερο. Πάντως του φαίνεται ότι τα κέρδη αργούν πολύ να έρθουν. Γύρω του αισθάνεται ότι του λείπουν ακόμα στοιχεία πολυτέλειας, ένα δείπνο κάθε βδομάδα, π.χ. με σημαντικές προσωπικότητες ή ένα δικό του σαλόνι ανοιχτό κάθε Τρίτη βράδυ για να συγκεντρώνει τους πολιτικούς φίλους του πατέρα του. Πείθει τον εαυτό του ότι ένας ακριβότερος τρόπος ζωής, δεξιώσεις, πέντε άλογα στο στάβλο, τελοσπάντων μια επέκταση όλου του σπιτιού θα ήταν ένα τέλειο δέλεαρ για να διπλασιαστούν οι πελάτες του. Ζήτησε τη συμβουλή του πατέρα του: «Παντρέψου» του λέει εκείνος. «Μια γυναίκα θα φέρει σπίτι σου κίνηση και ζωντάνια… Διάλεξε μια πλούσια, διότι μια γυναίκα με τα προσόντα που ζητάς στοιχίζει πολύ ακριβά. Πάρε τη δεσποινίδα Ντεβίν, την κόρη του ιδιοκτήτη της βιοτεχνίας … Έχει προίκα ένα εκατομμύριο. Είναι ότι πρέπει για σένα». (…)
Ο Ζιλ είχε γνωρίσει την Μαργκερίτ όταν ήταν κοριτσάκι. Οι δύο οικογένειες παραθέριζαν στην εξοχή κοντά στο Φοντενμπλό και κατοικούσαν σε κοντινά σπίτια. Η Μαρκερίτ είναι ήδη 25 ετών. Θεέ μου! Πόσο έχει ασχημύνει τώρα που την ξαναβλέπει. Σίγουρα ποτέ δεν υπήρξε όμορφη. Κάποτε ήταν σκούρα σαν τυφλοπόντικας. Τώρα είναι σχεδόν καμπούρα και το ένα της μάτι είναι μεγαλύτερο από το άλλο. Κατά τα άλλα: η ευγενέστερη κοπέλα του κόσμου, με πολύ χιούμορ, λένε, και εξαιρετικά απαιτητική ως προς τα προτερήματα που ζητάει από έναν άνδρα. Έχει αρνηθεί τις καλύτερες προτάσεις, πράγμα που εξηγεί γιατί έχει μείνει ακόμα γεροντοκόρη παρά το εκατομμύριο της. Όταν ο Ζιλ την αφήνει μετά την πρώτη τους συνάντηση, μιλάει γι’ αυτήν με τα καλύτερα λόγια. Ντύνεται υπέροχα, μιλάει για τα πάντα με εξαιρετικό στιλ, φαίνεται σαν γυναίκα ικανή να χειριστεί ένα σαλόνι με εκπληκτικό τρόπο, σαν Παριζιάνα στην οποία η ασχήμια της δίνει, απλά, στιλ.
Ας πούμε, για να είμαστε ειλικρινείς, ότι μια κοπέλα με ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες φράγκα δικαιούται και να είναι άσχημη. Από εκείνη τη στιγμή τα πράγματα προχωρούν ραγδαία. Οι αρραβωνιασμένοι δεν είναι άτομα που χάνουν χρόνο με κουταμάρες. Και οι δύο γνωρίζουν πολύ καλά ποια συναλλαγή φέρουν εις πέρας. Συνεννοήθηκαν με ένα χαμόγελο. (…)
Στο δημαρχείο έχουν κληθεί το πολύ δέκα άτομα. Ο δήμαρχος είναι εξάδελφος του Ζιλ. Παίρνει σοβαρό ύφος για να διαβάσει το Δίκαιο του γάμου. Όμως μόλις αφήνει το βιβλίο, ξαναγίνεται άνθρωπος του κόσμου, κάνει κομπλιμέντα στις κυρίες, θέλει να δώσει ο ίδιος την πένα στους μάρτυρες, μεταξύ των οποίων είναι δύο γερουσιαστές, ένας υπουργός και ένας στρατηγός. Η Μαργκερίτ προφέρει το ναι με κάπως δυνατή φωνή και επισημότητα διότι γνωρίζει το νόμο.
Όλοι οι παρόντες παραμένουν σοβαροί λες και η παρουσία τους βοηθάει στο να κλείσει μια συναλλαγή μεγάλων κεφαλαίων. Καθένας από τους νεόνυμφους αφήνει χίλια πεντακόσια φράγκα για τους φτωχούς. Και το βράδυ, στο σπίτι των Ντεβίν παρατίθεται δείπνο όπου έχουν κληθεί οι μάρτυρες. Μόνον ο υπουργός δεν μπόρεσε να έρθει, γεγονός που δυσαρέστησε πολύ τις δύο οικογένειες.
Ο θρησκευτικός γάμος γίνεται στην Μαντλέν. Τρείς μέρες νωρίτερα ο Ζιλ και ο πατέρας του πήγαν για να συμφωνήσουν την τιμή. Θέλησαν τη μεγαλύτερη δυνατή πολυτέλεια και συζήτησαν για κάποια ποσά: τόσο για τη λειτουργία στο κύριο ιερό, τόσο για το αρμόνιο, τόσο για τα χαλιά. Συμφωνούν ότι ένα χαλί θα καλύπτει τα είκοσι σκαλοπάτια και θα φτάνει μέχρι το πεζοδρόμιο. Συμφωνούν επίσης ότι το αρμόνιο θα υποδεχτεί με ένα θριαμβευτικό εμβατήριο την είσοδο της πομπής. Θα στοιχίσει πενήντα φράγκα, αλλά θα εντυπωσιάσει.
Έχουν σταλεί κάπου χίλιες προσκλήσεις. Όταν φτάνουν οι άμαξες σε μια μακρά συντεταγμένη σειρά, η εκκλησία είναι γεμάτη, οι άνδρες φορούν επίσημα ρούχα, οι γυναίκες τουαλέτες. Με το λευκό πέπλο και το στεφάνι από λουλούδια πορτοκαλιάς, χάρις σε ένα θαύμα της κοκεταρίας, η Μαργκερίτ είναι σχεδόν ελκυστική. Ο Ζιλ αισθάνεται πολύ σημαντικός βλέποντας ότι έχει κινητοποιήσει τόσον κόσμο. Εν τω μεταξύ το αρμόνιο παίζει, η χορωδία έχει υπέροχες φωνές, η τελετή διαρκεί σχεδόν μιάμιση ώρα κάτω από τους μεγαλοπρεπείς θόλους. Θέαμα υπέροχο. Μετά αρχίζει μια ατελείωτη παρέλαση. Οι γνωστοί, οι καλεσμένοι, ακόμα και οι άγνωστοι, μπαίνουν από μία πόρτα και βγαίνουν από μία άλλη, αφού έχουν σφίξει το χέρι των νεονύμφων και των μελών των δύο οικογενειών. Αυτή η τυπικότητα διαρκεί άλλη μια ώρα. Υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών, δικηγόρων, μεγαλοβιομηχάνων, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων. Και ο Ζιλ σφίγγει με ιδιαίτερη εγκαρδιότητα το χέρι ενός χλωμού νεαρού δημοσιογράφου ελάχιστα γνωστού του, ο οποίος ίσως γράψει λίγα λόγια για το γάμο. Και επειδή ούτε οι Μπογκράν ούτε οι Ντεβίν διαθέτουν ένα αρκετά μεγάλο σαλόνι για το γεύμα, το βράδυ τρώνε και χορεύουν στο Οτέλ ντι Λουβρ. Το φαγητό είναι άθλιο. Ο χορός, στην αίθουσα χορού του ξενοδοχείου, είναι πολύ ζωηρός. Τα μεσάνυχτα, μια άμαξα οδηγεί τους νεόνυμφους στην οδό Άμστερνταμ, κατά τη διάρκεια της διαδρομής αστειεύονται μέσα στο νυχτερινό Παρίσι ενώ σκιές γυναικών τριγυρνάνε στις γωνίες των δρόμων. Όταν ο Ζιλ μπαίνει στο νυφικό δωμάτιο βρίσκει την Μαργκερίτ να τον περιμένει ήσυχα, με τον έναν αγκώνα ακουμπισμένο στο μαξιλάρι. Είναι λίγο χλωμή και το χαμόγελο της είναι λίγο ντροπαλό, τίποτα περισσότερο. Και ο γάμος ολοκληρώνεται με μεγάλη φυσικότητα, σαν κάτι αναμενόμενο εδώ και καιρό.
Οι Μπογκράν είναι παντρεμένοι εδώ και δύο χρόνια. Δεν έχουν χωρίσει αλλά εδώ και έξι μήνες παραμελούν ο ένας τον άλλον. Όταν τον Ζιλ τον πιάνει μια απροσδόκητη επιθυμία για τη γυναίκα του, πρέπει να της κάνει κόρτε για μια βδομάδα πριν του επιτραπεί να εισέλθει στο δωμάτιο της. Τις περισσότερες φορές για να κερδίσει χρόνο, ο οποίος είναι πολύτιμος, πηγαίνει αλλού να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του. Έχει τόσα να κάνει! Σήμερα είναι ένας άνδρας πολυάσχολος, δεν του αρκεί πλέον το γραφείο του, συνεργάζεται με διάφορες εταιρείες, παίζει ακόμα και στο χρηματιστήριο. Αισθάνεται πολύ χαρούμενος όταν το Παρίσι ασχολείται μαζί του, όταν εφημερίδες αναφέρουν τα αστεία του.
Εξάλλου δεν δέρνει τη γυναίκα του, και δεν έχει ακόμα κατορθώσει να βρει έναν τρόπο, παρά τις συμβουλές του πατέρα του, για να εισπράξει τα 600 χιλιάρικα που είναι δεσμευμένα με συμβόλαιο. Από την πλευρά της, η Μαργκερίτ είναι μια γοητευτική γυναίκα. Η κοπέλα κράτησε την υπόσχεση της. Έκανε το κτίριο της οδού Άμστερνταμ έναν τόπο διασταύρωσης της πολυτέλειας και της γιορτής. Όλη η τρελή ασωτία του Παρισιού, τα φορέματα των χιλίων σκούδων της μιας βραδιάς, τα χαρτονομίσματα που τυλίγονται για να ανάψουν κεριά, προσφέρουν μια λάμψη πλούτου εκπληκτική. Από το πρωί ως το βράδυ οι άμαξες περνάνε κάτω από τις αψίδες. Και ορισμένες νύχτες, η γειτονιά ακούει μέχρι πρωίας μια μακρινή μουσική που συνοδεύει τα γλυκά γέλια των χορευτριών. Η Μαργκερίτ λάμπει μέσα στην ασχήμια της. Έχει στολιστεί για να γίνει πιο ελκυστική από μια όμορφη κοπέλα. Είναι περισσότερο από όμορφη, είναι χειρότερη έτσι όπως λέει και η ίδια γελώντας. Το ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες της προίκας της καίγεται σαν άχυρο. Θα κατέστρεφε τον σύζυγο της εάν της έλειπε μια σπάνια ευφυΐα. Γνωρίζουμε ότι διαθέτει μόνο χίλια φράγκα το μήνα για τη γκαρνταρόμπα της. Όμως κανένας δεν είναι τόσο κακόγουστος ώστε να εκπλήσσεται βλέποντας την να ξοδεύει σε ένα μήνα, όσα κερδίζει σε ένα χρόνο. Ο Ζιλ είναι ικανοποιημένος, καμία γυναίκα δεν θα είχε κρατήσει το σπίτι του σε τέτοιο επίπεδο και της είναι ειλικρινά ευγνώμων για όλα όσα κάνει για να διευρύνει τον κύκλο των γνωριμιών τους. Αυτή τη στιγμή η Μαργκερίτ συμπεριφέρεται σαν κόρη σε έναν από τους γερουσιαστές που ήταν μάρτυρας στο γάμο της. Τον αφήνει να τις φιλήσει την πλάτη πίσω από τις πόρτες και του επιτρέπει να της προσφέρει χρήματα μέσα σε κουτιά από καραμέλες.
Μετάφραση: Φανή Μουρίκη
Σχολιάστε