Στη σημερινή εποχή το έντυπο βιβλίο δοκιμάζεται από το ηλεκτρονικό και οι πελάτες των παραδοσιακών βιβλιοπωλείων αραιώνουν, εν αντιθέσει προς το κοινό των παλαιοβιβλιοπωλείων. Αφού βρισκόμαστε, λοιπόν, στην αρχή μιας περιόδου όπου κυριαρχεί μια τάση για ένα είδος αρχαιολογίας της ανάγνωσης ένα κείμενο σαν το ακόλουθο νομίζω ότι παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Εννοώ ότι οι σκέψεις του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τη μανία συλλογής, και δη βιβλίων, διατηρούν την επικαιρότητά τους, ας αναφέρονται στις συνήθειες ενός μονομανούς του «παλαιού» (που θα το έλεγε κανείς: «διαχρονικού»).
Τ. Γ.
Τακτοποιώντας τα βιβλία μου
του Βάλτερ Μπένγιαμιν
Ανοίγω τα κιβώτια με τα βιβλία μου. Μάλιστα. Ακόμα δεν είναι τακτοποιημένα πάνω στα ράφια, δεν τα τυλίγει ακόμα η ελαφρά ανία της τάξης. Ούτε και μπορώ να προχωρήσω κατά μήκος των παραταγμένων σειρών για να τα επιθεωρήσω (…) Κύριοι (…) σας παρακαλώ να με ακολουθήσετε στην ακαταστασία των ανοιγμένων κιβωτίων, στη γεμάτη ξυλόσκονη ατμόσφαιρα, στο καλυμμένο από κομμάτια χαρτιού πάτωμα, ανάμεσα στις στοίβες βιβλίων τα οποία μόλις επανήλθαν στο φως μετά από δύο χρόνια σκότους, για να μπορέσουν κατά κάποιον τρόπο να μοιραστούν από την αρχή τη διάθεση, καθόλου ελεγειακή, μάλλον τεταμένη και αγχωμένη, την οποία προκαλούν σε έναν αυθεντικό συλλέκτη. Γιατί είναι αυτός που σας μιλάει, κύριοι, και μιλάει μόνον για τον εαυτό του. Δεν θα ήταν ίσως αλαζονικό να απαριθμήσω εδώ, προσποιούμενος μια φαινομενική αντικειμενικότητα και αμεροληψία, τα σημαντικότερα βιβλία ή τμήματα μιας βιβλιοθήκης, να αφηγηθώ την ιστορία του σχηματισμού της, ή ακόμα να μιλήσω γύρω από τη χρησιμότητά της για το συγγραφέα;
Εγώ πάντως με τις λέξεις που ακολουθούν σκοπεύω σε κάτι πιο αποκαλυπτικό, πιο απτό: αυτό που επιθυμώ είναι να σας επιτρέψω να ρίξετε μια ματιά στη σχέση που έχει ένας συλλέκτης με τη συλλογή του, μια ματιά στην τάση του για συλλογή περισσότερο παρά στην ίδια τη συλλογή. Τώρα, το ότι για να το κάνω αυτό έχω επιλέξει να βασιστώ πάνω σε μια εξέταση των διαφόρων τρόπων απόκτησης των βιβλίων, είναι ένα ζήτημα απόλυτα προσωπικό.
Ένα τέτοιο κριτήριο, όπως οποιοδήποτε άλλο, είναι απλώς ένα ανάχωμα μπροστά στην πλημμύρα των αναμνήσεων που ξεχύνεται πάνω σε κάθε συλλέκτη όταν ασχολείται με τους θησαυρούς του. Εάν, όντως, κάθε πάθος συνορεύει με το χάος, αυτό του συλλέκτη συνορεύει με το χάος των αναμνήσεων. Αλλά θα πω και κάτι άλλο: το απρόβλεπτο και το πεπρωμένο, χρωματίζουν για μένα το παρελθόν και είναι πιθανώς παρόντα και στη συνήθη αταξία αυτών των βιβλίων. Άραγε τι άλλο είναι αυτή η συλλογή παρά ο ορισμός της ακαταστασίας, όπου η ενσωματωμένη σ’ αυτή συνήθεια την κάνει να φαίνεται σαν τάξη; Θα έχετε ήδη ακούσει για άτομα τα οποία αρρώστησαν διότι έχασαν τα βιβλία τους, και για άλλα τα οποία για να τα αποκτήσουν διέπραξαν εγκλήματα. Εάν προσπαθήσεις να επιβάλλεις σ’ αυτό το περιβάλλον τάξη, δεν θα πετύχεις τίποτα περισσότερο από το να βρεθείς μετέωρος πάνω από μια άβυσσο. «Η μοναδική σίγουρη γνώση» έχει πει ο Ανατόλ Φρανς «είναι εκείνη του έτους έκδοσης και του σχήματος των βιβλίων». Όντως, εάν υπάρχει κάτι το διαμετρικά αντίθετο στην απόλυτη έλλειψη κανόνων που χαρακτηρίζει μια βιβλιοθήκη, είναι η ακρίβεια του καταλόγου της.
Με αυτόν τον τρόπο η ύπαρξη του συλλέκτη υπακούει σε μια συνεχή διαλεκτική ένταση, κινούμενη ανάμεσα στους πόλους της τάξης και της ακαταστασίας.
Φυσικά είναι συνδεδεμένη και με πολλά άλλα: με μια υπερβολικά αινιγματική σχέση με την ιδιοκτησία, στην οποία πρέπει να επανέλθουμε αργότερα. Και ακολούθως: ο συλλέκτης έχει δεσμούς με τα αντικείμενα, οι οποίοι δεν δίνουν προτεραιότητα στη λειτουργική αξία των τελευταίων, και άρα στη χρησιμότητα και απολαυστικότητά τους, αλλά τον υποχρεώνουν να τα μελετάει και τα αγαπάει ως σκηνικό, θέατρο του ίδιου τους του πεπρωμένου. Αυτό που γοητεύει ακόμα περισσότερο το συλλέκτη είναι η τοποθέτηση του νέου αποκτήματος μέσα σε μία μαγική υδρόγειο, όπου όμως εκεί παρότι το διατρέχει το ρίγος της απόκτησης, το αντικείμενο απολιθώνεται. Κάθε ανάμνηση, σκέψη, συνειδητοποίηση γίνεται κορνίζα, βάθρο, κελί του νέου θησαυρού. Εποχή, τόπος, κατάστημα, προηγούμενος ιδιοκτήτης – όλα αυτά ο αληθινός συλλέκτης τα βλέπει να συγκλίνουν για κάθε κομμάτι της συλλογής του σε μια μαγική εγκυκλοπαίδεια, της οποίας η απόκρυφη ουσία είναι το πεπρωμένο του συγκεκριμένου αντικειμένου του.
Εδώ λοιπόν, σε αυτόν τον κλειστό χώρο, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πώς οι μεγάλοι φυσιογνωμιστές – και οι συλλέκτες είναι οι φυσιογνωμιστές του κόσμου των αντικειμένων – γίνονται μάντεις. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς πώς χειρίζεται τα αντικείμενα της βιτρίνας του ένας συλλέκτης. Μόλις πάρει ένα στο χέρι του, το εμπνευσμένο βλέμμα του μοιάζει να διαπερνάει το αντικείμενο και να χάνεται μακριά. Αυτή είναι η μαγική πλευρά του συλλέκτη, θα μπορούσα να την ονομάσω: όραση του ηλικιωμένου. (…)
Τα βιβλία – άρα η Θεία Κωμωδία ή η Ηθική του Σπινόζα ή η Καταγωγή των ειδών – έχουν την δική τους τύχη. Για το βιβλιόφιλο δεν ακολουθούν την τύχη τους γενικώς τα βιβλία αλλά την ακολουθεί το κάθε αντίτυπο. Και κατά την άποψη του η σημαντικότερη τύχη για το κάθε αντίτυπο είναι να πέσει επάνω του, να βρεθεί στη συλλογή του. Δεν υπερβάλλω λέγοντας ότι για τον πραγματικό βιβλιόφιλο η αγορά ενός παλιού βιβλίου σημαίνει αναγέννηση. Κατά τη διαδικασία αυτή ο νέος άνθρωπος ως συλλέκτης έχει το ίδιο όραμα με ενός ηλικιωμένου. (…) Η συλλογή αντικειμένων είναι μία από τις δυνατές διαδικασίες αναγέννησης, μία άλλη είναι ο χρωματισμός των αντικειμένων, μία άλλη πάλι τα αποκόμματα, άλλη η αντιγραφή και ούτω καθεξής κατά μήκος όλης της κλίμακας των παιδικών τρόπων οικειοποίησης της πραγματικότητας (…) Η αναγέννηση του παλιού κόσμου – αυτό είναι το βαθύτερο ένστικτο πάνω στο οποίο βασίζεται η επιθυμία του συλλέκτη να αγοράσει νέα κομμάτια (…)
Και τώρα λίγα λόγια για το πώς κατορθώνουν τα βιβλία να διαβούν το κατώφλι μιας συλλογής, να γίνουν ιδιοκτησία ενός συλλέκτη, τελοσπάντων: κάτι πάνω στην ιστορία της αγοράς τους. (…)
Όσον αφορά τις σημαντικότερες αγορές μόνον ένα μέρος, φυσικά, γίνεται κατά την επίσκεψη σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Οι κατάλογοι παίζουν έναν πολύ σπουδαίο ρόλο: ας γνωρίζει καλά ο συλλέκτης το βιβλίο που παραγγέλνει από κατάλογο. Το συγκεκριμένο αντίτυπο παραμένει πάντοτε μια έκπληξη και η παραγγελία κρύβει μια δόση κινδύνου. Υπάρχουν δίπλα σε σκληρές απογοητεύσεις ενθουσιώδεις αποκαλύψεις. Θυμάμαι ότι είχα παραγγείλει κάποτε ένα βιβλίο, με έγχρωμες εικονογραφήσεις για την παλιά μου συλλογή παιδικών βιβλίων, μόνο διότι περιείχε ορισμένα παραμύθια του Άλμπερτ Λούντβιχ Γκριμ και είχε εκδοθεί στη Γκρίμα της Θουριγγίας. Και όντως έφθασε από την Γκρίμα ένα βιβλίο με παραμύθια του Άλμπερτ Λούντβιχ Γκριμ. Όμως εκείνο το βιβλίο παραμυθιών στο αντίτυπο που βρίσκεται τώρα στην κατοχή μου, ήταν με τις 16 εικονογραφήσεις του η μοναδική υπάρχουσα μαρτυρία του ντεμπούτου του μεγάλου γερμανού εικονογράφου Λίζερ στο Αμβούργο, γύρω στα μισά του περασμένου αιώνα. Ωραία, η ενστικτώδης αντίδραση μου στην απλή ομοφωνία των δύο ονομάτων ήταν καθοριστική. Χάρις σε αυτήν την τυχαία συνάντηση ανακάλυψα άλλα έργα του Λίζερ, και ειδικά ένα έργο, το Λίνας Μάχρενμπουχ, που παρέμεινε άγνωστο σε όλους τους βιβλιογράφους του, ενώ θα άξιζε μια αναφορά εκτενέστερη από αυτήν – την πρώτη – που κάνω εγώ εδώ.
Σε καμία περίπτωση η αγορά βιβλίων δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων ή εμπειρίας. Ακόμα και τα δύο μαζί δεν αρκούν για τη δημιουργία μιας αυθεντικής βιβλιοθήκης η οποία έχει πάντα κάτι το απροσπέλαστο και, συγχρόνως, το μοναδικό. Όποιος αγοράζει μέσω καταλόγου πρέπει να έχει, εκτός από τα χρήματα και την εμπειρία, καλή όσφρηση. Ημερομηνία και τόπος έκδοσης, σχήμα, προηγούμενος ιδιοκτήτης, εξώφυλλο, και ούτω καθεξής, όλα μαζί πρέπει να του μιλούν, και όχι καθένα ξεχωριστά: πρέπει να συνάδουν μεταξύ τους, και με βάση την αρμονία και την καθαρότητα αυτής της συμφωνίας θα πρέπει ο συλλέκτης να αποφασίσει. Ο πλειστηριασμός έχει πολύ διαφορετικές απαιτήσεις από το συλλέκτη. Για τον αναγνώστη των καταλόγων αρκεί να του λέει κάτι το αντίτυπο και επιπλέον, όταν είναι γνωστή η προέλευση του, ο τελευταίος ιδιοκτήτης. Αν κάποιος θέλει να συμμετάσχει σε έναν πλειστηριασμό πρέπει αντίθετα να μοιράσει την προσοχή του ανάμεσα στο βιβλίο και τους ανταγωνιστές, και επιπλέον να παραμείνει αρκετά ψύχραιμος και μετριοπαθής στον συναγωνισμό, όπως πρέπει να συμβαίνει καθημερινά, γιατί αλλιώς – μετά την τελευταία προσφορά υπαγορευμένη κυρίως από τον εγωισμό και όχι τόσο από την επιθυμία απόκτησης του βιβλίου – μπορεί να βρεθεί τελικά μόνος, με ένα υπέρογκο ποσό χρεωμένος. Όμως ανάμεσα στις καλύτερες αναμνήσεις του συλλέκτη πρέπει να προστεθεί η στιγμή της απόκτησης ενός βιβλίου, το οποίο ίσως να μην είχε ποτέ αγγίξει τη σκέψη του, και ακόμα λιγότερο την επιθυμία του, μόνον διότι το άτυχο βρισκόταν εκεί στην πλατεία παραμελημένο και απαρηγόρητο. Έτσι όμοια με τα παραμύθια της Χαλιμάς όπου μια νύχτα ο πρίγκιπας πληρώνει για να αποκτήσει μια όμορφη σκλάβα, το αγοράζει για να του χαρίσει την ελευθερία. Για τον βιβλιόφιλο, όντως, η πραγματική ελευθερία – για οποιοδήποτε βιβλίο – βρίσκεται κάπου σε ένα από τα ράφια του. (…)
Θα μου έμενε να κάνω μόνον άλλη μία παρατήρηση: το φαινόμενο της συλλογής, χάνοντας το υποκείμενο του, χάνει επίσης και το νόημα του. Σε αντίθεση με με τις ιδιωτικές συλλογές οι δημόσιες θα μπορούσαν να είναι πιο αποδεχτές από κοινωνικής απόψεως και πιο χρήσιμες από επιστημονικής, όμως μόνο στις πρώτες δικαιώνονται πλήρως τα αντικείμενα. Εξάλλου γνωρίζω καλά ότι τον ανθρώπινο τύπο για τον οποίο μιλάω, και εκπροσωπώ, περιμένει η νύχτα. Αλλά όπως λέει ο Χέγκελ: μόνο όταν είναι σκοτάδι πετάει η κουκουβάγια της Αθηνάς. Μόνον όταν πάψει να υπάρχει θα γίνει κατανοητός ο συλλέκτης.
Απόδοση για το «Δ»: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ
– Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940) ήταν γερμανός κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, μεταφραστής και ραδιοφωνικός σχολιαστής.
– Το βιβλίο του Βάλτερ Μπένγιαμιν από το οποίο προέρχεται αυτό το απόσπασμα έχει τίτλο Ανοίγοντας τα κιβώτια της βιβλιοθήκης μου (1931).
Σχολιάστε