Τζόις Κάρολ ‘Οτς
Το διήγημα της γνωστής Αμερικανίδας συγγραφέως κινείται σε ένα παράξενο κλίμα, δημιουργώντας ρευστές, εκκρεμείς καταστάσεις, οι οποίες υποβάλουν ανάλογα αισθήματα. Επιπλέον κάποια γνωστά, κοινωνικά/ψυχολογικά σύνδρομα των συμπατριωτών της Ότς (ξενοφοβία, σεξουαλικές αναστολές) γίνονται και αυτά ατμοσφαιρικοί συντελεστές, επιτείνοντας τους υπόγειους κραδασμούς.
Τέλος Μαρτίου μια καταιγίδα με χαλάζι είχε πέσει στο βόρειο Νιού Τζέρσι. Ο άντρας της είχε πεθάνει αρκετές μέρες νωρίτερα. Γνώριζε καλά ότι δεν υπήρχε καμιά σχέση ανάμεσα στα δύο γεγονότα. Από εκείνη, όμως, τη στιγμή, κάθε δειλινό είχε αρχίσει να βλέπει ένα παράξενο φως στην ατμόσφαιρα. Εύρισκε τον εαυτό της στην είσοδο του σπιτιού ή έξω δίχως να θυμάται πώς είχε φτάσει εκεί. Έμενε προσηλωμένη για αρκετά λεπτά στο βάθος, προσέχοντας πώς, ενώ τα χρώματα έσβηναν, το γυάλινο φως ανέβαινε πότε από τον ουρανό πότε από τα πεύκα που κύκλωναν το σπίτι. Δεν της φαινόταν συνηθισμένο φως και σε στιγμές αδυναμίας σκεφτόταν: Είναι η στιγμή της μεγάλης διάβασης. Κάρφωνε το βλέμμα δίχως να είναι σίγουρη για ό,τι έβλεπε. Αισθανόταν ερεθισμένη, τεντωμένη. Ένιωθε κάποια ανησυχία. Αναρωτιόταν εάν αυτό το παράξενο φως υπήρχε πάντοτε, κάτι που δεν είχε προσέξει στην προηγούμενη, εξασφαλισμένη ζωή της.
Εκείνη την Κυριακή του Οκτωβρίου, πριν δύσει τελείως ο ήλιος, τα φώτα ενός αυτοκινήτου μπήκαν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι, σε μικρή απόσταση από το δρόμο. Συνήλθε τρομαγμένη – προς στιγμήν αγνοώντας πού βρίσκεται. Στη συνέχεια θυμήθηκε ότι ο Άντον Κρούπε περνούσε από εκεί, περίπου αυτήν την ώρα.
Θα πεταχτώ της είχε πει εκείνος. Ή ίσως εκείνη του είχε πει, Γιατί δεν πετάγεσαι;
Δεν κατάφερε να διακρίνει καλά το πρόσωπό του. Μόλις που κατάλαβε ότι οδηγούσε ένα φορτηγάκι με ακαθόριστα, λευκά γράμματα στο πλάι. Κατέβηκε από την ψηλή καμπίνα και κατευθύνθηκε μέσα στο μισοσκότεινο μονοπάτι προς το μέρος της τρεκλίζοντας – μια λεπτή, ανδρική φιγούρα σαν σκιάχτρο, φορώντας στο κεφάλι μια κακότεχνη κολοκύθα του Χάλοουιν.
Τι σοκ! Η Χάντλεϊ οπισθοχώρησε χωρίς να βλέπει σχεδόν. Η κεφαλή από κολοκύθα που μόρφαζε ήταν στηριγμένη στις πλάτες του άντρα, ενώ τα πονηρά μάτια που από το εσωτερικό της σκαμμένης κολοκύθας φαίνονταν σκούρα, γυάλινα. Και η φωνή που έβγαινε από το άνοιγμα του σχιστού στόματος είχε έντονη αγγλική προφορά.
«Κυρία, είναι η σωστή διεύθυνση; Εσείς είσθε η οικοδέσποινα;»
Εκείνη γέλασε νευρικά. Φαντάστηκε ότι έπρεπε να γελάσει. Η φωνή συνέχισε σε ένα ψεύτικο, διαπεραστικό και επίσημο τόνο. «Μένετε εδώ, κυρία; Είμαι ευπρόσδεκτος; Ναι;»
Ήταν φάρσα. Ένα από τα κακόγουστα αστεία του Άντον Κρούπε. Είχε κατορθώσει να τρομάξει την Χάντλεϊ, αν και δεν είχε αυτή την πρόθεση μάλλον, απλώς ήθελε να την κάνει να γελάσει. Ένιωσε ότι την είχε τρομάξει πραγματικά, καίτοι εκείνη γνώριζε πολύ καλά ότι θα ερχόταν ο Άντον. Ποιος άλλος εκτός από τον Άντον Κρούπε θα εμφανιζόταν μ’ αυτόν τον τρόπο, με μια κολοκύθα του Χάλοουιν στη θέση του κεφαλιού;
Η Χάντλεϊ μόλις που τον γνώριζε. Αισθάνθηκε αναστατωμένη που τον είχε καλέσει. Τον είχε ρωτήσει εάν θέλει να έλθει αυθόρμητα και εκείνος φυσικά είχε απαντήσει ναι.
Στο σουπερμάρκετ ο Άντον ήταν ο πιο ευγενικός και πρόθυμος υπάλληλος. Διασκεδαστικός με τους πελάτες, γελούσε με τα ίδια του τα αστεία. Ήταν σαν μικρό παιδί, τρωτός και συγκινητικός. Η ίδια του η αδέξια ομιλία ήταν ένα είδος γέλιου, δεν την κατανοούσες απόλυτα αλλά σε γοήτευε. Παρότι αδέξιος, σε έπειθε για την ευφυία του. Η Χάντλεϊ κατάλαβε ότι είχε κάνει μεγάλη προσπάθεια για να σμιλέψει την κολοκύθα του Χάλοουιν: ήταν μεγάλη, βολβώδης, με παράξενες ραβδώσεις και νευρώνες, δύο φορές μεγαλύτερη από ένα κανονικό ανθρώπινο κεφάλι, με τριγωνικά μάτια και μύτη, κι ένα σαρκαστικό στόμα με σκυλόδοντες. Με ένα δικό του τρόπο είχε κατορθώσει να τοποθετήσει αυτό το πράγμα στο κεφάλι του – Η Χάντλεϊ σχεδόν δεν καταλάβαινε πώς το είχε πετύχει.
«Πραγματικά πολύ έξυπνο, Άντον! Εσείς το χαράξατε;»
Τέτοιου είδους κοινότοπες ερωτήσεις έκαναν στον Άντον Κρούπε. Διότι κάτι έπρεπε να τον ρωτήσουν, για να μετριάσουν την ένταση που μετέδιδε το έντονο άγχος αυτού του ανθρώπου στην προσπάθειά του να φανεί συμπαθής, να κάνει καλή εντύπωση, να προκαλέσει το γέλιο. Η Χάντλεϊ θυμήθηκε ότι από την προηγούμενη φορά που ο Άντον την είχε επισκεφθεί πρώτη φορά και για λίγο στο σπίτι της, είχε περάσει μια εβδομάδα. Η συζήτησή τους ήταν βεβιασμένη αν και η σύντομη επίσκεψη κράτησε παραπάνω, γιατί ο Άντον είχε δώσει την εντύπωση ότι δεν ήξερε πώς να φύγει, μετά τον καφέ και τα μικρά σάντουιτς με το πολύσπορο ψωμί που του σέρβιρε η Χάντλει. Το ασταθές περπάτημα του προς αυτήν. Η σπασμωδική χειραψία και το αδέξιο φιλί στο μάγουλο φάνηκε να της προκάλεσε μία ταραχή, ένα σκίρτημα, σαν από άγγιγμα φτερών μιας νυχτερίδας.
«Μάλιστα, κυρία. Επιθυμείτε να την αγοράσετε;»
«Εξαρτάται, Άντον. Πόσο …»
«Για σας – κυρία – είναι δωρεάν!».
Θυμωμένη, αναρωτήθηκε πόσο θα κρατούσε αυτή η κακή παντομίμα. Στο γυμνάσιο, οι συμμαθητές της απέφευγαν παιδιά σαν τον Άντον Κρούπε. – Χα, Χα πολύ αστείο! – αλλά όταν είσαι πλέον μεγάλος, πώς να αποφύγεις ένα τέτοιο χιούμορ χωρίς να φανείς αγενής; Ο Άντον ήταν αρκετά νεότερος από την Χάντλεϊ, δέκα δώδεκα χρόνια, παρότι φαινόταν μεγαλύτερος από την ηλικία του, ενώ η Χάντλεϊ έμοιαζε νεώτερη. Είχε γεννηθεί σε μια χώρα, σήμερα ονόματι Βοσνία, τον είχε φέρει στην Αμερική ένας συγγενής που επέζησε, είχε πάει σε αμερικάνικα σχολεία και στο ΜΙΤ, καίτοι αυτά τα χρόνια δεν είχε πείσει ως αμερικανός υπήκοος.
Έκανε υπερβολική προσπάθεια, σκέφτηκε η Χάντλεϊ. Χαρακτηριστικό όσων έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό.
Με ένα είδος αγχωμένου θριάμβου, βλέποντας την αγανάκτηση της οικοδέσποινας αλλά ταυτόχρονα αποφασισμένος να μην το παραδεχτεί, ο Άντον έβγαλε την απαίσια κολοκύθα απομακρύνοντας την από τους ώμους του με τα κόκκινα και ροζιασμένα χέρια του. Τώρα η Χάντλεϊ μπόρεσε να παρατηρήσει ότι η κολοκύθα δεν ήταν ολόκληρη αλλά τα δύο τρίτα του φλοιού – την είχαν αδειάσει, χαράξει και κόψει το πίσω μέρος της – στο ίδιο σημείο που αντιστοιχεί η κρανιακή κάψα στην ανθρώπινη νεκροκεφαλή. Δηλαδή, η μυστηριώδης κεφαλή από κολοκύθα, ήταν στην πραγματικότητα μόνο κάτι σαν μάσκα από κολοκύθα που στηρίζεις με το χέρι. Ήταν όμως τόσο ρεαλιστική, όπως η σιλουέτα του σκιάχτρου που είχε προχωρήσει προς το μέρος της τρεκλίζοντας στο δρομάκι, ώστε το πρόσωπο έμοιαζε ζωντανό. Μπορούσε να ορκιστεί ότι οι κόγχες αυτών των ματιών της είχαν ρίξει μια χαρούμενη ματιά.
«Εντάξει ε; Σας κατέπληξα; Καλό Χάλοουιν, σωστά;»
Ήταν Χάλοουιν; Η Χάντλεϊ αμφέβαλε. Έλειπαν ακόμα αρκετές ημέρες μέχρι τις 30 Οκτωβρίου.
«Είναι για σας – Χάντλεϊ, θέλει λίγο διόρθωμα εδώ» (…)
Επειδή υπήρχε στον μπουφέ ένα ανοιχτό βάζο με φιστίκια, η Χάντλεϊ τα πρόσφερε στον Άντον. Ένας καταρράκτης από φιστίκια σε ένα μπλε κεραμικό φλιτζάνι.
Ο Άντον έφαγε με ευγνωμοσύνη, άπληστα, λαίμαργα. Περπατούσε αργά μέσα στο σαλόνι της Χάντλεϊ με τις γκρι, μάλλινες κάλτσες του παρατηρώντας τις βιβλιοθήκες.
Μίλησε ερεθισμένος – είχε τόσα πολλά να πει! – θυμίζοντας στην Χάντλεϊ ένα πτηνό που τιτιβίζει – μεγάλο, τρυφερά αδέξιο όπως η στρουθοκάμηλος – με μακριά πόδια, μακρύ λαιμό, πτηνόμορφο πρόσωπο, και περίεργα, ευκίνητα μάτια. Τα μαλλιά του αραίωναν δραστικά στο μέτωπο, τόσο που θύμιζαν εργαλείο κηπουρικής – ένα μυστρί; – και το επάνω μέρος του σώματος, τώρα που είχε βγάλει το μπουφάν, ήταν κοκκαλιάρικο, κοίλο. Η Χάντλεϊ σκέφτηκε Θα είναι κάτασπρος από κάτω. Λείος. Μια κοιλιά μόλις εμφανής και λεπτές γάμπες.
Η Χάντλεϊ έβαλε τα γέλια. Είχε ήδη κατεβάσει μισό ποτήρι κρασί. Μια αίσθηση ζεστασιάς απλώθηκε στο λαιμό και την περιοχή της καρδιάς.
Η Χάντλεϊ προσπάθησε να ακούσει ευγενικά – να συγκεντρωθεί – ενώ ο εκκεντρικός επισκέπτης της κουβέντιαζε γρήγορα και νευρικά με τον ενθουσιασμό ενός μικρού μαθητή. Πόσο ήταν εκνευριστικός ο Άντον! Όπως πολλά ντροπαλά άτομα, από τη στιγμή που άρχιζε να μιλάει έμοιαζε να μην ξέρει πώς να σταματήσει. Του έλειπε η ικανότητα να περνά από το ένα θέμα στο άλλο στις κοινωνικές επαφές. Δεν είχε ιδέα πώς να ξεκινήσει μια συζήτηση με τον άλλον. Αψήφιστα, ριχνόταν με το κεφάλι μπροστά, σαν ακυβέρνητο αμάξι που κατεβαίνει ένα λόφο. Και όμως είχε κάτι το αναμφισβήτητα ελκυστικό.
Τώρα είχε γίνει πιο θερμός, πιο παθιασμένος – παρόλο που έμοιαζε να αστειεύεται – ενώ μιλούσε για τους Αμερικάνους πολιτικούς, για τη αμερικάνικη ποπ κουλτούρα, για την «αμερικάνικη φονταμενταλιστική άγνοια» σχετικά με την έρευνα για τα βλαστοκύτταρα. Και πόσο ήταν απληροφόρητοι όλοι αυτοί, πάνω από το 90% των Αμερικάνων πιστεύει στο Θεό – και στο διάβολο.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η Χάντλεϊ τον κοίταξε αποδοκιμαστικά. Το 90%; Όντως; Δεν φαινόταν πειστικό το γεγονός ότι τα άτομα που πίστευαν στο διάβολο ήταν τόσα όσα εκείνα που πίστευαν στο Θεό.
«Ναι, ναι! Εάν πιστεύεις στον Θεό των χριστιανών ταυτόχρονα πιστεύεις στον εχθρό του – το διάβολο. Αυτό είναι γνωστό».
Μετάφραση:ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ
Η Τζόις Κάρολ Οτς γεννήθηκε στις ΗΠΑ το 1938. Μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και ποιήτρια, είναι εδώ και καιρό υποψήφια για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Σχολιάστε